Κιργίσιος

Κιργίσιος
ο, θηλ. Κιργισία και -ισία
ο κάτοικος τής Κιργισίας ή ο καταγόμενος από αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”